κεντρικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντρικός — ή, ό (Α κεντρικός, ή, όν) [κέντρον] αυτός που βρίσκεται στο κέντρο, σε κύριο, κεντρικό σημείο, κεντρώος, μεσαίος («κεντρική Ασία») νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται σε θέση πολυσύχναστη («κεντρική οδός») 2. αυτός που χρησιμεύει ως κέντρο από το… … Dictionary of Greek
Κεντρικός Ορεινός Όγκος ή Κεντρικό Υψίπεδο — (MassifCentral). Εκτεταμένη ορεινή περιοχή της νοτιοκεντρικής Γαλλίας. Ορίζεται από τη λεκάνη του Παρισιού στα Β, τη λεκάνη της Ακουιτανίας στα Δ και από τις κοιλάδες του Σον και του Ροδανού στα Α. Πρόκειται για παλαιοζωικό ορεινό όγκο, ο οποίος… … Dictionary of Greek
κεντρικῶν — κεντρικός of fem gen pl κεντρικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντρικόν — κεντρικός of masc acc sg κεντρικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντρικοῦ — κεντρικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντρικῆς — κεντρικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντρικήν — κεντρικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντρικῶς — κεντρικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντρικῷ — κεντρικός of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)